- αυτόκαυστο
- το (Μ αὐτόκαυστος, -ον)νεοελλ.το αυτόκλειστομσν.αυτός που κάηκε από μόνος του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποστείρωση — Διαδικασία που απαλλάσσει ένα άτομο ή ένα αντικείμενο από όλους τους ζωντανούς οργανισμούς. Η α. χρησιμοποιείται κυρίως στη μικροβιολογία, την ιατρική, τη φαρμακευτική και στις βιομηχανίες τροφίμων για την καταστροφή των μικροοργανισμών. Με την α … Dictionary of Greek